- κατηβολή
- κατηβολή, ἡ (Α)1. είδος εφήμερου εντόμου, για το οποίο λέγεται ότι γεννιέται και πεθαίνει την ίδια μέρα, το επιβάλλον* (βλ. επιβάλλω)2. περιοδική προσβολή νόσου, κρίση, παροξυσμός3. επιβολή, αξίωμα4. (κατά τον Ησύχ.) «θυσία, τελετή, τὰ νομιζόμενα».[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -βολή (< βάλλω)το -η- ερμηνεύεται αναλογικά προς τους τ. επ-ήκοος, επ-ημοιβός, όπου το -η είναι προϊόν «εκτάσεως εν συνθέσει» (βλ. και επήβολος)].
Dictionary of Greek. 2013.