κατηβολή

κατηβολή
κατηβολή, ἡ (Α)
1. είδος εφήμερου εντόμου, για το οποίο λέγεται ότι γεννιέται και πεθαίνει την ίδια μέρα, το επιβάλλον* (βλ. επιβάλλω)
2. περιοδική προσβολή νόσου, κρίση, παροξυσμός
3. επιβολή, αξίωμα
4. (κατά τον Ησύχ.) «θυσία, τελετή, τὰ νομιζόμενα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -βολή (< βάλλω)
το -η- ερμηνεύεται αναλογικά προς τους τ. επ-ήκοος, επ-ημοιβός, όπου το -η είναι προϊόν «εκτάσεως εν συνθέσει» (βλ. και επήβολος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κατηβολή — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατηβολώ — κατηβολῶ, έω (Α) [κατηβολή] 1. πεθαίνω ξαφνικό παροξυσμό 2. λιποθυμώ …   Dictionary of Greek

  • κατηβολῇσι — κατηβολέω swoon pres subj act 3rd sg (epic) κατηβολή fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατηβολέων — κατηβολέω swoon pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) κατηβολή fem gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”